κρύσταλλος

κρύσταλλος
ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ)
1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας
2. διαφανής και καθαρός πάγος ή στρώμα πάγου που σχηματίζεται με το εξωτερικό ψύχος
νεοελλ.
1. λευκό, πολύ καθαρό και διαφανές γυαλί που περιέχει συνήθως μόλυβδο
2. μτφ. καθετί διαυγές, διαφανές, σαφές
3. καθετί κρύο, παγωμένο
4. βοτ. στον πληθ. οι κρύσταλλοι
νεκρά κυτταροπλασματικά έγκλειστα που σχηματίζονται ως παραπροϊόντα τής ανταλλαγής τής ύλης από τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες συντελούνται στο κυτταρόπλασμα
5. φρ. α) φυσ.-χημ. «υγρός κρύσταλλος» — υλικό το οποίο χαρακτηρίζεται από ρευστότητα αλλά διατηρεί παράλληλα και έναν βαθμό κρυσταλλικότητας, δηλ. κανονικής διάταξης τών δομικών μονάδων του
β) «ορεία κρύσταλλος» — σκληρή διαφανής και άχρωμη κρυσταλλική παραλλαγή τού χαλαζία με υαλώδη λάμψη
αρχ.
1. νάρκη, λήθαργος
2. παροιμ. «ὁ παῑς τὸν κρύσταλλον» — λεγόταν για κάποιον που, ενώ δεν μπορεί να κρατήσει κάτι, δεν θέλει και να τό αφήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. κρύος (ΙΙ).
ΠΑΡ. κρυστάλλι, κρυσταλλίζω, κρυστάλλινος, κρυσταλλώδης, κρυσταλλώνω (κρυσταλλώ)
(μσν. νεοελλ.) κρυσταλλένιος
νεοελλ.
κρυσταλλώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρυσταλλοειδής, κρυσταλλόπηκτος, κρυσταλλοφανής
αρχ.
κρυσταλλοπήξ
μσν.
κρυσταλλοροδοκόκκινος, κρυσταλλόσαρκος, κρυσταλλόστερνος, κρυσταλόχροιος
μσν.- νεοελλ.
κρυσταλλοφόρος
νεοελλ.
κρυσταλλοποιείο, κρυσταλλουργία, κρυσταλλουργός, κρυσταλλοχιονάτος, κρυσταλλοχιονοτράχηλος, κρυσταλλωρυχείο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρύσταλλος — κρύσταλλος, ο και κρούσταλλο, το και κρουστάλλι, το 1. διαφανής και διαυγής πάγος. 2. η κρυσταλλωμένη πάχνη. 3. καθετί που είναι καθαρό και σαφές: Η υπόθεση είναι κρύσταλλο. 4. διαυγέστατο γυαλί που περιέχει μόλυβδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρύσταλλος — ice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεζοχαλαζίας — Κρύσταλλος χαλαζία με ομοιογενείς μονοκρυσταλλικές περιοχές. Χάρη στο φαινόμενο του πιεζοηλεκτρισμού, ο π. γίνεται κατάλληλος για χρησιμοποίηση σε ραδιοηλεκτρονικές συσκευές. Στην τεχνική χρησιμοποιούνται ευρύτατα κρύσταλλοι π. τεχνητής ανάπτυξης …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλοιο — κρύσταλλος ice masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλοις — κρύσταλλος ice masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλου — κρύσταλλος ice masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλους — κρύσταλλος ice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλων — κρύσταλλος ice masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρυστάλλῳ — κρύσταλλος ice masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύσταλλε — κρύσταλλος ice masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”